αλούφαχτος

αλούφαχτος
η , ο
1) неуспокоившийся; 2) неумолкший

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αλούφαχτος" в других словарях:

  • αλούφαχτος — αλούφαχτος, η, ο και αλούφαστος, η, ο αυτός που δε λουφάζει, δεν ησυχάζει: Τα σκυλιά είχαν κάτι μυριστεί, γι αυτό ήταν αλούφαχτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλούφαχτος — η, ο [λουφάζω] αυτός που δεν λούφαξε, δεν ησύχασε ή δεν μπορεί να ησυχάσει …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»